περίληψις

περίληψις
περίληψις
grasping with the hand
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περιλήψει — περίληψις grasping with the hand fem nom/voc/acc dual (attic epic) περιλήψεϊ , περίληψις grasping with the hand fem dat sg (epic) περίληψις grasping with the hand fem dat sg (attic ionic) περιλαμβάνω embrace fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιλήψεις — περίληψις grasping with the hand fem nom/voc pl (attic epic) περίληψις grasping with the hand fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιλήψεσι — περίληψις grasping with the hand fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίληψιν — περίληψις grasping with the hand fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • περίληψη — η / περίληψις, ήψεως, ΝΜΑ [περιλαμβάνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περιλαμβάνω 2. (για λόγο γραπτό ή προφορικό) σύντομη απόδοση τού περιεχομένου ενός κειμένου ή μιας ομιλίας («εν περιλήψει» και «σε περίληψη» σύντομα, με λίγα λόγια) 3.… …   Dictionary of Greek

  • Βαρδάνης, Γεώργιος — (Αθήνα τέλη 12ου–μέσα 13ου αι.). Λόγιος ιεράρχης της εποχής της φραγκοκρατίας, γνωστός με το όνομα Αττικός. Ήταν γιος ενός Ηπειρώτη και υπήρξε μαθητής του Μιχαήλ Χωνιάτη. Όταν ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός κατέλαβε την Αθήνα, κατέφυγε στα Γρεβενά.… …   Dictionary of Greek

  • Ποταγός, Παναγιώτης — (Bυτίνα Γορτυνίας, 1838 – Kέρκυρα, 1903). Διάσημος γιατρός και εξερευνητής. Σπούδασε ιατρική στην Αθήνα και αναχώρησε για μετεκπαίδευση στο Παρίσι. Όταν σημειώθηκε επιδημία χολέρας στο Παρίσι, ο Π. διακρίθηκε για την αλτρουιστική δράση του στα… …   Dictionary of Greek

  • perilipsis — perilípsis, perilípsisuri, s.n. (înv.) 1. pricepere, iscusinţă. 2. rezumat, prescurtare; conţinut. 3. dare de seamă; inventar; extras de cont; liste de cheltuieli. Trimis de blaurb, 28.10.2008. Sursa: DAR  perilípsis s.f. – Rezumat, prescurtare …   Dicționar Român

  • ԲՈՎԱՆԴԱԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 507 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c, 13c, 14c գ. Բովանդակելն, եւ բովանդակիլն՝ ըստ ամենայն նշ. որ եւ ասի ԲԱՒԱԱՆԴԱԿՈՒԹԻՒՆ.որպէս περίληψις comprehensio Պարփակումն. պարադրութիւն. պարունակումն. եւ Պարունակիչ. *Տեղի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”